- κοχλιάζων
- κοχλι-άζων, οντος, ὁ, in a machine, a kind of κοχλίας, Orib.49.20.6 (v.l. -άξων).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοχλιάζων — κοχλιάζων, οντος και κοχλιάξων, ονος ὁ (Α) είδος κοχλία που χρησιμοποιούνταν ως εξάρτημα μηχανής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κοχλιάζων δίνει την εντύπωση μετοχής ενεστ. ενός αμάρτυρου ρ. *κοχλιάζω (< κοχλίας). Ο παρλλ. τ. κοχλιάξων σχηματίστηκε πιθ. με… … Dictionary of Greek